Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκορεβιθιά οι κοκορεβιθιές
      γενική της κοκορεβιθιάς των κοκορεβιθιών
    αιτιατική την κοκορεβιθιά τις κοκορεβιθιές
     κλητική κοκορεβιθιά κοκορεβιθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκορεβιθιά < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ko.ɾe.viˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κο‐ρε‐βι‐θιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Οι καρποί της κοκορεβιθιάς

κοκορεβιθιά θηλυκό[1]

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κοκορεβιθιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)