Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνιοθεραπεία οι κοινωνιοθεραπείες
      γενική της κοινωνιοθεραπείας των κοινωνιοθεραπειών
    αιτιατική την κοινωνιοθεραπεία τις κοινωνιοθεραπείες
     κλητική κοινωνιοθεραπεία κοινωνιοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνιοθεραπεία < κοινωνία + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινωνιοθεραπεία θηλυκό

  • θεραπευτική μέθοδος συναισθηματικών διαταραχών με χρήση αλληλεπίδρασης σχέσεων ανθρώπων που είναι μέρος μιας ομάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία