κοινοτιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινοτιστής < κοινοτισμός + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινοτιστής αρσενικό
- (πολιτική) οπαδός του κοινοτισμού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κοινοτισμός, κοινότητα και κοινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινοτιστής
|