κοινοβίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοβίτης < μεσαιωνική ελληνική κοινοβίτης / κοινοβιάτης / κοινοβιώτης < ελληνιστική κοινή κοινόβιον, ουδέτερο του κοινόβιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοβίτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοβίτης
|