κοιλέντερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κοιλέντερα | ||
γενική | των | κοιλέντερων | ||
αιτιατική | τα | κοιλέντερα | ||
κλητική | κοιλέντερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλέντερα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινικά Coelenterata < αρχαία ελληνική κοῖλος + ἔντερον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλέντερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) → δείτε τους όρους κοιλεντερωτά και Κνιδόζωα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλέντερα