↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοίμησῐς αἱ κοιμήσεις
      γενική τῆς κοιμήσεως τῶν κοιμήσεων
      δοτική τῇ κοιμήσει ταῖς κοιμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κοίμησῐν τὰς κοιμήσεις
     κλητική ! κοίμησῐ κοιμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοιμήσει
γεν-δοτ τοῖν  κοιμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοίμησις < (κοιμάομαι, κοιμῶμαι) κοιμη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κοίμηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοίμησις, -εως θηλυκό

  1. πλάγιασμα για ύπνο, κατάκλιση
  2. (ελληνιστική σημασία) θάνατος, ύπνος θανάτου