κοίμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοίμησῐς | αἱ | κοιμήσεις |
γενική | τῆς | κοιμήσεως | τῶν | κοιμήσεων |
δοτική | τῇ | κοιμήσει | ταῖς | κοιμήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κοίμησῐν | τὰς | κοιμήσεις |
κλητική ὦ! | κοίμησῐ | κοιμήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοιμήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοιμησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοίμησις < (κοιμάομαι, κοιμῶμαι) κοιμη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κοίμηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοίμησις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κοίμησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοίμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.