κλωστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλωστοποίηση | οι | κλωστοποιήσεις |
γενική | της | κλωστοποίησης* | των | κλωστοποιήσεων |
αιτιατική | την | κλωστοποίηση | τις | κλωστοποιήσεις |
κλητική | κλωστοποίηση | κλωστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλωστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλωστοποίηση θηλυκό
- (ύφασμα) η νηματοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλωστοποίηση
|