κλιβανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kli.va.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλι‐βα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλιβανισμός αρσενικό
- η αποστείρωση ή η απολύμανση που γίνεται χρησιμοποιώντας κλίβανο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλιβανισμός
|