καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κληρονομικότης αἱ κληρονομικότητες
      γενική τῆς κληρονομικότητος τῶν κληρονομικοτήτων
      δοτική τῇ κληρονομικότητι ταῖς κληρονομικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν κληρονομικότητα τὰς κληρονομικότητας
     κλητική ! κληρονομικότης κληρονομικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κληρονομικότης (μαρτυρείται από το 1849) [1] < κληρονομικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κληρονομικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 549, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου