Δείτε επίσης: κλείστρο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κλεῖστρον τὰ κλεῖστρ
      γενική τοῦ κλείστρου τῶν κλείστρων
      δοτική τῷ κλείστρ τοῖς κλείστροις
    αιτιατική τὸ κλεῖστρον τὰ κλεῖστρ
     κλητική ! κλεῖστρον κλεῖστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλείστρω
γεν-δοτ τοῖν  κλείστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλεῖστρον (ελληνιστική κοινή)< λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλεῖστρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία