κλεῖστρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κλεῖστρον | τὰ | κλεῖστρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κλείστρου | τῶν | κλείστρων | ||||
δοτική | τῷ | κλείστρῳ | τοῖς | κλείστροις | ||||
αιτιατική | τὸ | κλεῖστρον | τὰ | κλεῖστρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κλεῖστρον | κλεῖστρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλείστρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλείστροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλεῖστρον (ελληνιστική κοινή)< → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλεῖστρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του κλεῖθρον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλείω
Πηγές
επεξεργασία- κλεῖστρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλεῖστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.