↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλανιάρα οι κλανιάρες
      γενική της κλανιάρας των κλανιάρων
    αιτιατική την κλανιάρα τις κλανιάρες
     κλητική κλανιάρα κλανιάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλανιάρα < κλανιάρης +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλανιάρα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κλανιάρα