Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιχλισμός οι κιχλισμοί
      γενική του κιχλισμού των κιχλισμών
    αιτιατική τον κιχλισμό τους κιχλισμούς
     κλητική κιχλισμέ κιχλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιχλισμός < κιχλίζω < κίχλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιχλισμός αρσενικό
  • ηλίθιο γέλιο, ηχηρό γέλιο, καγχασμός

  Πηγές επεξεργασία