κιχλίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιχλίζω < κίχλη
Ρήμα επεξεργασία
κιχλίζω
- τετερίζω, φωνάζω σαν κίχλη
- γελώ σαν κοριτσόπουλο, χαχανίζω, καγχάζω
- τρώω κίχλας [τσίχλες], καλοτρώω, καλοπερνώ
Παράγωγα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- κιχλιῶ (αττικός τύπος )
- κιχλάζω (μεσαιωνικός τύπος)
Πηγές επεξεργασία
- Δ. Δημητράκου, Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης, 1956.
- H. G. Liddell, R. Scott, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, εκδ. Πελεκάνος, 2015.