κιτρολεμονίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιτρολεμονίτσα | οι | κιτρολεμονίτσες |
γενική | της | κιτρολεμονίτσας | — | |
αιτιατική | την | κιτρολεμονίτσα | τις | κιτρολεμονίτσες |
κλητική | κιτρολεμονίτσα | κιτρολεμονίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιτρολεμονίτσα < κιτρολεμονιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιτρολεμονίτσα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιτρολεμονίτσα
|