↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιτρέλαιο τα κιτρέλαια
      γενική του κιτρέλαιου
κιτρελαίου
των κιτρέλαιων
κιτρελαίων
    αιτιατική το κιτρέλαιο τα κιτρέλαια
     κλητική κιτρέλαιο κιτρέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιτρέλαιο < κίτρ(ο) + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιτρέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία