κινησιοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινησιοθεραπευτής < κινησιοθεραπεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινησιοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό κινησιοθεραπεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ασκεί την κινησιοθεραπεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κινησιοθεραπευτής