kinésithérapeute
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kinésithérapeute | kinésithérapeutes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
kinésithérapeute (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κινησιοθεραπευτής, κινησιοθεραπεύτρια
ενικός | πληθυντικός |
kinésithérapeute | kinésithérapeutes |
kinésithérapeute (fr) αρσενικό ή θηλυκό