Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kiné kinés

kiné (fr) και kinési

  1. (αρσενικό) συντομογραφία του kinésithérapeute
  2. (θηλυκό) συντομογραφία του kinésithérapeute ή του kinésithérapie

  Επίθετο

επεξεργασία

kiné (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. συντομογραφία του kinésithérapeutique