kiné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kiné | kinés |
- (αρσενικό) συντομογραφία του kinésithérapeute
- (θηλυκό) συντομογραφία του kinésithérapeute ή του kinésithérapie
Επίθετο
επεξεργασίαkiné (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο