Ετυμολογία

επεξεργασία
kinésithérapie < kinési- + -thérapie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kinésithérapie kinésithérapies

kinésithérapie (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία