κινηματογραφιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινηματογραφιστής < κινηματογραφώ + -ιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινηματογραφιστής αρσενικό (θηλυκό κινηματογραφίστρια)
- (επάγγελμα, κινηματογράφος) ο διευθυντής φωτογραφίας
- αυτός που κινηματογραφεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινηματογραφιστής
→ δείτε τη λέξη διευθυντής φωτογραφίας |