κιβδηλεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιβδηλεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιβδηλεία θηλυκό
- Η νόθευση ή παραποίηση ή παραχάραξη μεταλλικού νομίσματος (κέρματος)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιβδηλεία