κεφαλοκλείδωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεφαλοκλείδωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλοκλείδωμα ουδέτερο
- είδος λαβής στην πάλη, όπου ο αθλητής, βρισκόμενος πίσω από τον αντίπαλο, περικλείει το λαιμό του αντιπάλου με το ένα χέρι κρατώντας το σφιχτά με το άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλοκλείδωμα