κελάιδισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κελάιδισμα < κελαϊδώ + -ισμα < (ελληνιστική κοινή) κελάδημα < αρχαία ελληνική κελαδέω/κελαδῶ < κέλαδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακελάιδισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κελάιδισμα
|