κεκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεκάκι | τα | κεκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κεκάκι | τα | κεκάκια |
κλητική | κεκάκι | κεκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεκάκι < υποκοριστικό του κέκ (κέικ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεκάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: κέικ
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κέικ
κεκάκι
|