↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφέα οι καφέες
      γενική της καφέας των καφεών
    αιτιατική την καφέα τις καφέες
     κλητική καφέα καφέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καφέα < νεολατινική coffea[1] < οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) < αραβική قَهْوَة (qahwa, καφές)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καφέα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)