κατσικοκλέφτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατσικοκλέφτρα < κατσικοκλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.t͡si.koˈkle.ftɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσι‐κο‐κλέ‐φτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσικοκλέφτρα θηλυκό
- θηλυκό του κατσικοκλέφτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατσικοκλέφτρα
|