κατσαρόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσαρόλι | τα | κατσαρόλια |
γενική | του | κατσαρολιού | των | κατσαρολιών |
αιτιατική | το | κατσαρόλι | τα | κατσαρόλια |
κλητική | κατσαρόλι | κατσαρόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσαρόλι < κατσαρόλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσαρόλι ουδέτερο