Δείτε επίσης: Κατράμη, κατράμι, Κατραμή
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατράμη αἱ κατράμαι
      γενική τῆς κατράμης τῶν κατραμῶν
      δοτική τῇ κατράμ ταῖς κατράμαις
    αιτιατική τὴν κατράμην τὰς κατράμας
     κλητική ! κατράμη κατράμαι
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατράμη < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈtɾa.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τρά‐μη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατράμη θηλυκό

  • η πισσάσφαλτος[1]
    ※  κατράμη εἶνε προϊὸν ἀνάλογον τῆς λιπαρᾶς ἢ Μελαίνης πίσσης (brais gras ἢ poix noire) ἀλλ’ εἶνε πολὺ ταύτης ἀκαθαρτωτέρα.
    Νικόλαος Χλωρός, Η πεύκη και τα ρητινώδη προϊόντα, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον της Ενώσεως, 1883, σελ. 91

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ελληνική νομοθεσία, τόμος 4, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Νικήτα Πάσσαρη, 1866, σελ. 175