Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατουρλιό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Άλλες μορφές
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κατουρλι
ό
τα
κατουρλι
ά
γενική
του
κατουρλι
ού
των
κατουρλι
ών
αιτιατική
το
κατουρλι
ό
τα
κατουρλι
ά
κλητική
κατουρλι
ό
κατουρλι
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατουρλιό
<
κατουρλής
+
-ιό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατουρλιό
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
κάτουρο
(
λαϊκότροπο
)
κατούρημα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κατρουλιό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατουρλιό
→
δείτε
τις λέξεις
κάτουρο
και
κατούρημα