κατοσταράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατοσταράκι | τα | κατοσταράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατοσταράκι | τα | κατοσταράκια |
κλητική | κατοσταράκι | κατοσταράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατοσταράκι < κατοστάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατοσταράκι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοσταράκι
|