κατηφοράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατηφοράκι | τα | κατηφοράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατηφοράκι | τα | κατηφοράκια |
κλητική | κατηφοράκι | κατηφοράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατηφοράκι < κατήφορος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατηφοράκι[1] ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατηφοράκι
|
- ↑ κατήφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας