καταρτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρτισμός < ελληνιστική κοινή καταρτισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρτισμός αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κατάρτιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταρτισμός
|
καταρτισμός αρσενικό
|