καταπατήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπατήτρια < καταπατητής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπατήτρια θηλυκό
- θηλυκό του καταπατητής
- ※ Το σπίτι μου δεν αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια ούτε η οικογένειά μου. (www.capital.gr, 24.01.2023)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπατήτρια
|