καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταδεκτικότης αἱ καταδεκτικότητες
      γενική τῆς καταδεκτικότητος τῶν καταδεκτικοτήτων
      δοτική τῇ καταδεκτικότητι ταῖς καταδεκτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν καταδεκτικότητα τὰς καταδεκτικότητας
     κλητική ! καταδεκτικότης καταδεκτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδεκτικότης (μαρτυρείται από το 1889) [1] < καταδεκτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταδεκτικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 523, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου