κατάχτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάχτηση | οι | καταχτήσεις |
γενική | της | κατάχτησης* | των | καταχτήσεων |
αιτιατική | την | κατάχτηση | τις | καταχτήσεις |
κλητική | κατάχτηση | καταχτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάχτηση < κατάκτηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάχτηση θηλυκό
- άλλη μορφή του κατάκτηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάχτηση
|