κατάβαθα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακατάβαθα
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κατάβαθα | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | κατάβαθα | ||
κλητική | κατάβαθα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάβαθα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που βρίσκονται πάρα πολύ βαθιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατάβαθα
|