Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καστρούπολη οι καστρουπόλεις
      γενική της καστρούπολης* των καστρουπόλεων
    αιτιατική την καστρούπολη τις καστρουπόλεις
     κλητική καστρούπολη καστρουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καστρουπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καστρούπολη < κάστρο + -ούπολη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καστρούπολη θηλυκό

  • οικισμός μέσα από τα τείχη ενός κάστρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία