κασιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασιέρα | οι | κασιέρες |
γενική | της | κασιέρας | — | |
αιτιατική | την | κασιέρα | τις | κασιέρες |
κλητική | κασιέρα | κασιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακασιέρα θηλυκό
- (ελληνοαμερικανικά) γυναίκα ταμίας σε ένα κατάστημα
- ⮡ Ζητούνται υπάλληλοι: Χασάπηδες και κασιέρες.