Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασιέρα οι κασιέρες
      γενική της κασιέρας
    αιτιατική την κασιέρα τις κασιέρες
     κλητική κασιέρα κασιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασιέρα < αγγλικά cashier

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈsçe.ɾa/

Ουσιαστικό επεξεργασία

κασιέρα θηλυκό

  • (ελληνοαμερικανικά) γυναίκα ταμίας σε ένα κατάστημα
    Ζητούνται υπάλληλοι: Χασάπηδες και κασιέρες.