καρυδόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρυδόφυλλο | τα | καρυδόφυλλα |
γενική | του | καρυδόφυλλου & καρυδοφύλλου |
των | καρυδόφυλλων & καρυδοφύλλων |
αιτιατική | το | καρυδόφυλλο | τα | καρυδόφυλλα |
κλητική | καρυδόφυλλο | καρυδόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρυδόφυλλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρυδόφυλλο
|