καρτέρημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρτέρημα < μεσαιωνική ελληνική καρτέρημα[1] < αρχαία ελληνική καρτέρημα < καρτερέω / καρτερῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρτέρημα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ καρτέρημα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].