καρτερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρτερεύω < μεσαιωνική ελληνική καρτερεύω[1] < καρτερώ < αρχαία ελληνική καρτερέω / καρτερῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαρτερεύω (παθητική φωνή: καρτερεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καρτερεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρτερεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρτερεύω
|
- ↑ καρτερεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].