καρπωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρπωτής | οι | καρπωτές |
γενική | του | καρπωτή | των | καρπωτών |
αιτιατική | τον | καρπωτή | τους | καρπωτές |
κλητική | καρπωτή | καρπωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρπωτής < καρπώνομαι + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρπωτής αρσενικό (θηλυκό: καρπώτρια)
- κάποιος που καρπώνεται κάτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρπωτής
|