καρούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρούλα | οι | καρούλες |
γενική | της | καρούλας | — | |
αιτιατική | την | καρούλα | τις | καρούλες |
κλητική | καρούλα | καρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρούλα
|