καρατερίστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρατερίστα | οι | καρατερίστες |
γενική | της | καρατερίστας | — | |
αιτιατική | την | καρατερίστα | τις | καρατερίστες |
κλητική | καρατερίστα | καρατερίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρατερίστα < είτε άμεσο δάνειο από την ιταλική caratterista, είτε καρατερ(ίστας) + -ίστα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾa.teˈɾi.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐κα‐ρα‐τε‐ρί‐στα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρατερίστα θηλυκό
- (θέατρο) θηλυκό του καρατερίστας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καρατερίστας
καρατερίστα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καρατερίστα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας