καραμπινιερία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραμπινιερία < καραμπινιέρ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραμπινιερία αρσενικό
- ιταλική χωροφυλακή, αστυνομία με στρατιωτικό χαρακτήρα
Συγγενικά
επεξεργασία- καραμπινιέρος
- → δείτε τη λέξη καραμπίνα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καραμπινιερία
|