Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνόφυλλο τα καπνόφυλλα
      γενική του καπνόφυλλου των καπνόφυλλων
    αιτιατική το καπνόφυλλο τα καπνόφυλλα
     κλητική καπνόφυλλο καπνόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνόφυλλο < καπνός + φύλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπνόφυλλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία