Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καπνοσῦριγξ αἱ καπνοσύριγγες
      γενική τῆς καπνοσύριγγος τῶν καπνοσυρίγγων
      δοτική τῇ καπνοσύριγγι ταῖς καπνοσύριγξι(ν)
    αιτιατική τὴν καπνοσύριγγα τὰς καπνοσύριγγᾰς
     κλητική ! καπνοσῦριγξ καπνοσύριγγες
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνοσῦριγξ > καπνο- + σῦριγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπνοσῦριγξ, -ιγγος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία