↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπλαματζής οι καπλαματζήδες
      γενική του καπλαματζή των καπλαματζήδων
    αιτιατική τον καπλαματζή τους καπλαματζήδες
     κλητική καπλαματζή καπλαματζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπλαματζής < καπλαμάς + -τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
καπλαματζής αρσενικό,
  • ο τεχνίτης ξυλουργός που επενδύει ξύλα με καπλαμά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία