Ετυμολογία

επεξεργασία
καπιτονέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική capitonné < capitonner < ιταλική capitone < λατινική capito < caput < πρωτοϊταλική kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput- / *káput ‎(κεφάλι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.pi.toˈne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πι‐το‐νέ

  Επίθετο

επεξεργασία

καπιτονέ άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία
 
καπιτονέ τσάντα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπιτονέ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία