Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπιτονάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καπιτονάρω
<
καπιτον(έ)
+
-άρω
Ρήμα
επεξεργασία
καπιτονάρω
(
παθητική φωνή
:
καπιτονάρομαι
)
επενδύω
με
καπιτονέ
, «
ντύνω
» κάτι με
καπιτονέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπιτονάρω
αγγλικά
:
quilt
(en)